γυμνότης

γυμνότης
γυμνότης
nakedness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυμνότητα — γυμνότης nakedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητας — γυμνότης nakedness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητι — γυμνότης nakedness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητος — γυμνότης nakedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητα — η (AM γυμνότης) [γυμνός] 1. το να είναι κανείς γυμνός μσν. νεοελλ. 1. ανεπάρκεια εφοδίων 2. οποιαδήποτε έλλειψη νεοελλ. (για τόπους) έλλειψη βλάστησης …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date գ. γύμνωσις, γυμνότης nuditas. Մերկ գոլն. ... *Ծածկեցին զմերկութիւն հօրն իւրեանց: Ի սով եւ ʼի ծարաւ եւ ʼի մերկութիւն. եւ այլն: *Ընդ ապականել մարմնոցն՝ ոչ ինչ հոգ տանի մերկութեն ոսկերացն. Իսիւք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”